στρεπτοδορνάση

στρεπτοδορνάση
η, Ν
βιολ. ενζυματική ουσία που εκχυλίζεται από διηθήματα καλλιέργειας αιμολυτικού στρεπτοκόκκου Α και είναι ικανή να αποπολυμερίσει το DΝΑ και τις νουκλεοπρωτεΐνες, αλλ. στρεπτοκοκκική δεσοξυριβονουκλεάση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”